Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
στρατηγός
στρατηΐη
στρατηλασία
στρατηλατέω
στρατηλάτης
στρατηλατικός
στρατηλάτις
στρατιά
στρατίαρχος
στράτιος
στρατιωτάριον
στρατιώτης
στρατιωτικός
στρατίωτις
στρατοκῆρυξ
στρατολογέω
στρατολογία
στρατόμαντις
Στρατονίκεια
Στρατονικίς
στρατοπεδάρχης
View word page
στρατιωτάριον
στρᾰτῐωτ-άριον
,
τό
,
A).
sack
or
chest of military stores,
POxy.
1657
(iii A.D.).
ShortDef
sack
Debugging
Headword:
στρατιωτάριον
Headword (normalized):
στρατιωτάριον
Headword (normalized/stripped):
στρατιωταριον
IDX:
97124
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97125
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στρᾰτῐωτ-άριον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">sack</span> or <span class="tr" style="font-weight: bold;">chest of military stores,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">POxy.</span> 1657 </span> (iii A.D.).</div> </div><br><br>'}