Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στράταρχος
στρατεία
στράτειος
στράτευμα
στρατευσείω
στρατεύσιμος
στράτευσις
στρατευτικός
στρατεύω
<ς>τ<ρ>ατή
στρατηγεῖον
στρατηγέτης
στρατηγέω
στρατήγημα
στρατηγητέον
στρατηγία
στρατηγιάω
στρατηγικός
στρατήγιον
Στρατήγιος
στρατηγίς
View word page
στρατηγεῖον
στρᾰτηγ-εῖον,
A). v. στρατήγιον .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στρατηγεῖον
Headword (normalized):
στρατηγεῖον
Headword (normalized/stripped):
στρατηγειον
IDX:
97103
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97104
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στρᾰτηγ-εῖον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">στρατήγιον</span> .</div> </div><br><br>'}