Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στραταρχικός
στράταρχος
στρατεία
στράτειος
στράτευμα
στρατευσείω
στρατεύσιμος
στράτευσις
στρατευτικός
στρατεύω
<ς>τ<ρ>ατή
στρατηγεῖον
στρατηγέτης
στρατηγέω
στρατήγημα
στρατηγητέον
στρατηγία
στρατηγιάω
στρατηγικός
στρατήγιον
Στρατήγιος
View word page
<ς>τ<ρ>ατή
<ς>τ<ρ>ατή· πόρνη, Hsch.; cf. στατή.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
<ς>τ<ρ>ατή
Headword (normalized):
<ς>τ<ρ>ατή
Headword (normalized/stripped):
<ς>τ<ρ>ατη
IDX:
97102
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97103
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">&lt;ς&gt;τ&lt;ρ&gt;ατή·</span> <span class="foreign greek">πόρνη</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; cf. <span class="foreign greek">στατή</span>.</div><br><br>'}