Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
στραγγουρέω
στραγγουρία
στραγγουριάω
στραγγουρικός
στραγγουριώδης
στραγεύομαι
στράγξ
στραγός
στραπή
στράπτω
στραταγέω
στραταρχέω
στρατάρχης
στραταρχία
στραταρχικός
στράταρχος
στρατεία
στράτειος
στράτευμα
στρατευσείω
στρατεύσιμος
View word page
στραταγέω
στρατᾱγέω
,
στρατᾱγός
,
A).
v.
στρατηγέω, στρατηγός
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
στραταγέω
Headword (normalized):
στραταγέω
Headword (normalized/stripped):
στραταγεω
IDX:
97088
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97089
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στρατᾱγέω</span>, <span class="orth greek">στρατᾱγός</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">στρατηγέω, στρατηγός</span> .</div> </div><br><br>'}