Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στραγγίς
στραγγός
στραγγουρέω
στραγγουρία
στραγγουριάω
στραγγουρικός
στραγγουριώδης
στραγεύομαι
στράγξ
στραγός
στραπή
στράπτω
στραταγέω
στραταρχέω
στρατάρχης
στραταρχία
στραταρχικός
στράταρχος
στρατεία
στράτειος
στράτευμα
View word page
στραπή
στρᾰπή, ,= ἀστραπή, EM 514.32 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στραπή
Headword (normalized):
στραπή
Headword (normalized/stripped):
στραπη
IDX:
97086
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97087
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στρᾰπή</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>,= <span class="foreign greek">ἀστραπή</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4099.tlg001:514:32" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4099.tlg001:514.32/canonical-url/"> <span class="title" style="font-style: italic;">EM</span> 514.32 </a>.</div><br><br>'}