Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στραγγίζω
στραγγίς
στραγγός
στραγγουρέω
στραγγουρία
στραγγουριάω
στραγγουρικός
στραγγουριώδης
στραγεύομαι
στράγξ
στραγός
στραπή
στράπτω
στραταγέω
στραταρχέω
στρατάρχης
στραταρχία
στραταρχικός
στράταρχος
στρατεία
στράτειος
View word page
στραγός
στραγός,
A). v. στραγγός . στράνθανα· ὀξέα, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στραγός
Headword (normalized):
στραγός
Headword (normalized/stripped):
στραγος
IDX:
97085
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97086
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στραγός</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">στραγγός</span> . <span class="orth greek">στράνθανα·</span> <span class="foreign greek">ὀξέα</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}