στράγξ
στράγξ, ἡ, gen. στραγγός,
A). trickle, drop (ὁ διὰ λεπτοτάτης ὀπῆς σχολῇ κατιὼν σταλαγμός, Sch. Nu. 131 ), ἄσιτος ἑπτὰ μῆνας, ὕδατος στράγγ’ ἔχων ; 238 μικρὰς στράγγας ἀπ’ ὠκεανοῦ AP 4.1.38 ( ); κατὰ στράγγα drop by drop, HP 9.18.9 , Dem. 28 , , 16.750 UP 5.16 .(στρᾴγξ (στράιγξ) is a monosyll. of seven letters acc. to ap.Sch.D.T. p.346 H., but the word is στράγξ with ᾰ acc. to An.Ox. 3.243 .)