Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στραγγεύομαι
στραγγίας
στραγγίζω
στραγγίς
στραγγός
στραγγουρέω
στραγγουρία
στραγγουριάω
στραγγουρικός
στραγγουριώδης
στραγεύομαι
στράγξ
στραγός
στραπή
στράπτω
στραταγέω
στραταρχέω
στρατάρχης
στραταρχία
στραταρχικός
στράταρχος
View word page
στραγεύομαι
στραγεύομαι,
A). v. στραγγεύομαι .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στραγεύομαι
Headword (normalized):
στραγεύομαι
Headword (normalized/stripped):
στραγευομαι
IDX:
97083
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97084
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στραγεύομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">στραγγεύομαι</span> .</div> </div><br><br>'}