στραγγός
στραγγός, ή, όν,
A). twisted, crooked, , ,
II). complicated, irregular, πυρετοί ap. : Comp., 8.24.30 αἱ μονοπάθειαι τῶν ὀφθαλμῶν -ότεραί εἰσιν more violent or serious, Pr. 14 .
2). shameless, ,
III). (στράγξ) flowing drop by drop, κάθαρσις , al.: Comp., 1.2 ap. , 8.6.6 . Adv. 1.27 -γῶς, καθαίρεσθαι ib. 31 .—In , , written στραγός; in cod. στραγκός: Comp. στραγώτερος ap. Orib.l.c., ( -ότερος ).