Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στραγγαλίς
στραγγαλισμός
στραγγαλιώδης
στραγγαλόομαι
στραγγεία
στραγγεῖον
στράγγευμα
στραγγεύομαι
στραγγίας
στραγγίζω
στραγγίς
στραγγός
στραγγουρέω
στραγγουρία
στραγγουριάω
στραγγουρικός
στραγγουριώδης
στραγεύομαι
στράγξ
στραγός
στραπή
View word page
στραγγίς
στραγγίς, ίδος, ,= στράγξ, dub. in Phot.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στραγγίς
Headword (normalized):
στραγγίς
Headword (normalized/stripped):
στραγγις
IDX:
97076
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97077
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στραγγίς</span>, <span class="itype greek">ίδος</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>,= <span class="foreign greek">στράγξ</span>, dub. in <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phot.</span> </span> </div><br><br>'}