στραγγίζω
στραγγίζω,(στράγξ)
A). squeeze out, ὕδωρ ; 1.30 στραγγιεῖ τὸ αἷμα Le. 1.15 ; press, squeeze the water out of crushed olives which have been immersed, Gp. 9.32.1 :— Pass., ; 2.76 ἐρεβίνθους στραγγιζομένους Hippiatr. 38 ; ἐστραγγισμένου τοῦ ὕδατος ibid.