Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στραβισμός
στραβοπόδης
στραβός
στραβότης
στράβων
στραγγαλάω
στραγγαλιά
στραγγαλιάω
στραγγαλίζω
στραγγαλίς
στραγγαλισμός
στραγγαλιώδης
στραγγαλόομαι
στραγγεία
στραγγεῖον
στράγγευμα
στραγγεύομαι
στραγγίας
στραγγίζω
στραγγίς
στραγγός
View word page
στραγγαλισμός
στραγγᾰλ-ισμός, ,=
A). strangulatus, Gloss.


ShortDef

strangulatus

Debugging

Headword:
στραγγαλισμός
Headword (normalized):
στραγγαλισμός
Headword (normalized/stripped):
στραγγαλισμος
IDX:
97067
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97068
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στραγγᾰλ-ισμός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>,= <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">strangulatus,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}