Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στοχάς
στόχασις
στόχασμα
στοχασμός
στοχαστέον
στοχαστής
στοχαστικός
στόχος
στραβαλοκόμας
στραβαλός
στραβέλαφος
στραβεύς
στράβηλος
στραβίζω
στραβισμός
στραβοπόδης
στραβός
στραβότης
στράβων
στραγγαλάω
στραγγαλιά
View word page
στραβέλαφος
στραβέλαφος, dub. sens., as pr. n., in BMus.Inscr. 574 (Ephesus).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στραβέλαφος
Headword (normalized):
στραβέλαφος
Headword (normalized/stripped):
στραβελαφος
IDX:
97053
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97054
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στραβέλαφος</span>, dub. sens., as pr. n., in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">BMus.Inscr.</span> 574 </span> (Ephesus).</div><br><br>'}