Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στοχανδόν
στοχάς
στόχασις
στόχασμα
στοχασμός
στοχαστέον
στοχαστής
στοχαστικός
στόχος
στραβαλοκόμας
στραβαλός
στραβέλαφος
στραβεύς
στράβηλος
στραβίζω
στραβισμός
στραβοπόδης
στραβός
στραβότης
στράβων
στραγγαλάω
View word page
στραβαλός
στραβαλός· ὁ στρογγυλίας καὶ τετράγωνος ἄνθρωπος (Achaean), Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στραβαλός
Headword (normalized):
στραβαλός
Headword (normalized/stripped):
στραβαλος
IDX:
97052
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97053
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στραβαλός·</span> <span class="foreign greek">ὁ στρογγυλίας καὶ τετράγωνος ἄνθρωπος</span> (Achaean), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}