Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στόρθυγξ
στόρνη
στόρνυμι
στορνυτέος
στορπάν
στορύνη
στορχάζω
στοχάζομαι
στοχανδόν
στοχάς
στόχασις
στόχασμα
στοχασμός
στοχαστέον
στοχαστής
στοχαστικός
στόχος
στραβαλοκόμας
στραβαλός
στραβέλαφος
στραβεύς
View word page
στόχασις
στόχ-ᾰσις, εως, ,= στοχασμός, Pl. Phlb. 62c .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στόχασις
Headword (normalized):
στόχασις
Headword (normalized/stripped):
στοχασις
IDX:
97044
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97045
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στόχ-ᾰσις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>,= <span class="foreign greek">στοχασμός</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0059.tlg010:62c" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0059.tlg010:62c/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Pl.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Phlb.</span> 62c </a>.</div><br><br>'}