Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στορεύς
στόρθη
στόρθυγξ
στόρνη
στόρνυμι
στορνυτέος
στορπάν
στορύνη
στορχάζω
στοχάζομαι
στοχανδόν
στοχάς
στόχασις
στόχασμα
στοχασμός
στοχαστέον
στοχαστής
στοχαστικός
στόχος
στραβαλοκόμας
στραβαλός
View word page
στοχανδόν
στοχ-ανδόν, Adv.
A). by conjecture, Theognost. Can. 162 (but prob. ὡς τὸ [στο]χανδόν).


ShortDef

by conjecture

Debugging

Headword:
στοχανδόν
Headword (normalized):
στοχανδόν
Headword (normalized/stripped):
στοχανδον
IDX:
97042
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97043
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στοχ-ανδόν</span>, Adv. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">by conjecture</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Theognost.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Can.</span> 162 </span> (but prob. <span class="foreign greek">ὡς τὸ [στο]χανδόν</span>).</div> </div><br><br>'}