Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στοργικός
στορέννυμι
στορεύς
στόρθη
στόρθυγξ
στόρνη
στόρνυμι
στορνυτέος
στορπάν
στορύνη
στορχάζω
στοχάζομαι
στοχανδόν
στοχάς
στόχασις
στόχασμα
στοχασμός
στοχαστέον
στοχαστής
στοχαστικός
στόχος
View word page
στορχάζω
στορχάζω,
A). pen, shut up cattle, Hsch. στουμνά· αὐστηρά, Id. στοῦπος· ἡ τοῖς τετελευτηκόσιν ἐπὶ τῶν φορείων σκηνή, Id.


ShortDef

pen, shut up

Debugging

Headword:
στορχάζω
Headword (normalized):
στορχάζω
Headword (normalized/stripped):
στορχαζω
IDX:
97040
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97041
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στορχάζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">pen, shut up</span> cattle, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">στουμνά·</span> <span class="foreign greek">αὐστηρά</span>, Id. <span class="orth greek">στοῦπος·</span> <span class="foreign greek">ἡ τοῖς τετελευτηκόσιν ἐπὶ τῶν φορείων σκηνή</span>, Id.</div> </div><br><br>'}