Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στοργή
στοργικός
στορέννυμι
στορεύς
στόρθη
στόρθυγξ
στόρνη
στόρνυμι
στορνυτέος
στορπάν
στορύνη
στορχάζω
στοχάζομαι
στοχανδόν
στοχάς
στόχασις
στόχασμα
στοχασμός
στοχαστέον
στοχαστής
στοχαστικός
View word page
στορύνη
στορύνη [ῡ],,= κατιάδιον, Aret. CD 1.2 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στορύνη
Headword (normalized):
στορύνη
Headword (normalized/stripped):
στορυνη
IDX:
97039
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97040
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στορύνη</span> [<span class="foreign greek">ῡ],</span>,= <span class="foreign greek">κατιάδιον</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0719.tlg004.perseus-grc1:1:2" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0719.tlg004.perseus-grc1:1.2/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Aret.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">CD</span> 1.2 </a>.</div><br><br>'}