Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στορβάζειν
στοργέω
στοργή
στοργικός
στορέννυμι
στορεύς
στόρθη
στόρθυγξ
στόρνη
στόρνυμι
στορνυτέος
στορπάν
στορύνη
στορχάζω
στοχάζομαι
στοχανδόν
στοχάς
στόχασις
στόχασμα
στοχασμός
στοχαστέον
View word page
στορνυτέος
στορνυτέος, α, ον,= καταστρωτέος, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στορνυτέος
Headword (normalized):
στορνυτέος
Headword (normalized/stripped):
στορνυτεος
IDX:
97037
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97038
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στορνυτέος</span>, <span class="itype greek">α</span>, <span class="itype greek">ον</span>,= <span class="foreign greek">καταστρωτέος</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}