Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στονόεις
στόνος
στόνυξ
στόποδες
στορβάζειν
στοργέω
στοργή
στοργικός
στορέννυμι
στορεύς
στόρθη
στόρθυγξ
στόρνη
στόρνυμι
στορνυτέος
στορπάν
στορύνη
στορχάζω
στοχάζομαι
στοχανδόν
στοχάς
View word page
στόρθη
στόρθη· τὸ ὀξὺ τοῦ δόρατος, καὶ ἐπιδορατίς, Hsch. (cf. sq.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στόρθη
Headword (normalized):
στόρθη
Headword (normalized/stripped):
στορθη
IDX:
97033
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97034
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στόρθη·</span> <span class="foreign greek">τὸ ὀξὺ τοῦ δόρατος, καὶ ἐπιδορατίς</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (cf. sq.).</div><br><br>'}