στοργή
στοργ-ή, ἡ,
A). love, affection, , 109.3 Fr. 73 ; γνησίων πολιτῶν BMus.Inscr. 4.481 *. 9 (Ephesus), cf. CIG 2802 (Aphrodisias); ἐχόμενος τῆς εἰς δὲ ἀεὶ στοργῆς POxy. 1766.3 (iii A.D.); esp. of parents and children, ἡδύ γε πατὴρ τέκνοισιν, εἰ στοργὴν ἔχοι ; 200 γονέων πρὸς ἔκγονα ς. , cf. 2.1100d Att. 10.8.9 ; ς. φυσικὴ πρὸς τὰ τέκνα Herc. 1012.44 : pl., , etc. 4.378