Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στομωτός
στοναχέω
στοναχή
στοναχίζω
στόναχος
στονόεις
στόνος
στόνυξ
στόποδες
στορβάζειν
στοργέω
στοργή
στοργικός
στορέννυμι
στορεύς
στόρθη
στόρθυγξ
στόρνη
στόρνυμι
στορνυτέος
στορπάν
View word page
στοργέω
στοργ-έω,= στέργω, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στοργέω
Headword (normalized):
στοργέω
Headword (normalized/stripped):
στοργεω
IDX:
97028
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97029
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στοργ-έω</span>,= <span class="foreign greek">στέργω</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}