Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στομωτής
στομωτός
στοναχέω
στοναχή
στοναχίζω
στόναχος
στονόεις
στόνος
στόνυξ
στόποδες
στορβάζειν
στοργέω
στοργή
στοργικός
στορέννυμι
στορεύς
στόρθη
στόρθυγξ
στόρνη
στόρνυμι
στορνυτέος
View word page
στορβάζειν
στορβάζειν· κακολογεῖν, Hsch. (cf. στοβ-).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στορβάζειν
Headword (normalized):
στορβάζειν
Headword (normalized/stripped):
στορβαζειν
IDX:
97027
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97028
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στορβάζειν·</span> <span class="foreign greek">κακολογεῖν</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (cf. <span class="foreign greek">στοβ-</span>).</div><br><br>'}