Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
στομφώδης
στομώδης
στόμωμα
στομωμάτιον
στόμωσις
στομωτής
στομωτός
στοναχέω
στοναχή
στοναχίζω
στόναχος
στονόεις
στόνος
στόνυξ
στόποδες
στορβάζειν
στοργέω
στοργή
στοργικός
στορέννυμι
στορεύς
View word page
στόναχος
στόνᾰχ-ος
,
ὁ
,=
στοναχή
,
Suid.
(dub. l.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
στόναχος
Headword (normalized):
στόναχος
Headword (normalized/stripped):
στοναχος
IDX:
97022
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97023
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στόνᾰχ-ος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>,= <span class="foreign greek">στοναχή</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> (dub. l.).</div><br><br>'}