Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στομφόω
στομφώδης
στομώδης
στόμωμα
στομωμάτιον
στόμωσις
στομωτής
στομωτός
στοναχέω
στοναχή
στοναχίζω
στόναχος
στονόεις
στόνος
στόνυξ
στόποδες
στορβάζειν
στοργέω
στοργή
στοργικός
στορέννυμι
View word page
στοναχίζω
στονᾰχ-ίζω,
A). v. στεναχίζω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στοναχίζω
Headword (normalized):
στοναχίζω
Headword (normalized/stripped):
στοναχιζω
IDX:
97021
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97022
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στονᾰχ-ίζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">στεναχίζω</span> .</div> </div><br><br>'}