Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στομφαστικός
στομφολογέω
στόμφος
στομφός
στομφόω
στομφώδης
στομώδης
στόμωμα
στομωμάτιον
στόμωσις
στομωτής
στομωτός
στοναχέω
στοναχή
στοναχίζω
στόναχος
στονόεις
στόνος
στόνυξ
στόποδες
στορβάζειν
View word page
στομωτής
στομ-ωτής, οῦ, ,= Lat.
A). indurator, Gloss.


ShortDef

indurator

Debugging

Headword:
στομωτής
Headword (normalized):
στομωτής
Headword (normalized/stripped):
στομωτης
IDX:
97017
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97018
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στομ-ωτής</span>, <span class="itype greek">οῦ</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>,= Lat. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">indurator,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}