Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
στόμις
στομίς
στομοδόκος
στομοκοπέω
στομοποιέω
στομόω
στομφάζω
στόμφαξ
στομφασμός
στομφαστικός
στομφολογέω
στόμφος
στομφός
στομφόω
στομφώδης
στομώδης
στόμωμα
στομωμάτιον
στόμωσις
στομωτής
στομωτός
View word page
στομφολογέω
στομφολογέω
,
A).
gloss on
στομφάζω
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
στομφολογέω
Headword (normalized):
στομφολογέω
Headword (normalized/stripped):
στομφολογεω
IDX:
97008
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97009
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στομφολογέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">στομφάζω</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}