Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στόμαχος
στόμβος
στομήρης
στομίας
στομίζομαι
στόμιον
στόμις
στομίς
στομοδόκος
στομοκοπέω
στομοποιέω
στομόω
στομφάζω
στόμφαξ
στομφασμός
στομφαστικός
στομφολογέω
στόμφος
στομφός
στομφόω
στομφώδης
View word page
στομοποιέω
στομο-ποιέω, (as if from στομοποιός)
A). = στομόω 111 , Sch. Od. 9.393 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στομοποιέω
Headword (normalized):
στομοποιέω
Headword (normalized/stripped):
στομοποιεω
IDX:
97002
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97003
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στομο-ποιέω</span>, (as if from <span class="foreign greek">στομοποιός</span>) <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">στομόω</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0486.tlg001:111" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0486.tlg001:111/canonical-url/"> 111 </a>, Sch.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0012.tlg002.perseus-grc1:9:393" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0012.tlg002.perseus-grc2:9.393/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Od.</span> 9.393 </a>.</div> </div><br><br>'}