Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
στομάχιον
στόμαχος
στόμβος
στομήρης
στομίας
στομίζομαι
στόμιον
στόμις
στομίς
στομοδόκος
στομοκοπέω
στομοποιέω
στομόω
στομφάζω
στόμφαξ
στομφασμός
στομφαστικός
στομφολογέω
στόμφος
στομφός
στομφόω
View word page
στομοκοπέω
στομο-κοπέω
,=
A).
maxillo
(perh.
strike on the jaw
),
Gloss.
ShortDef
maxillo
Debugging
Headword:
στομοκοπέω
Headword (normalized):
στομοκοπέω
Headword (normalized/stripped):
στομοκοπεω
IDX:
97001
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97002
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στομο-κοπέω</span>,= <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">maxillo</span> (perh. <span class="tr" style="font-weight: bold;">strike on the jaw</span>), <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div> </div><br><br>'}