Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στομαχέω
στομαχικεύομαι
στομαχικός
στομάχιον
στόμαχος
στόμβος
στομήρης
στομίας
στομίζομαι
στόμιον
στόμις
στομίς
στομοδόκος
στομοκοπέω
στομοποιέω
στομόω
στομφάζω
στόμφαξ
στομφασμός
στομφαστικός
στομφολογέω
View word page
στόμις
στόμις, ,
A). hard-mouthed horse, A. Fr. 442 ( v.l. στομίας ).


ShortDef

hard-mouthed horse

Debugging

Headword:
στόμις
Headword (normalized):
στόμις
Headword (normalized/stripped):
στομις
IDX:
96998
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96999
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στόμις</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">hard-mouthed horse</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0085.tlg008:442" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0085.tlg008:442/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">A.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Fr.</span> 442 </a> ( v.l. <span class="ref greek">στομίας</span> ).</div> </div><br><br>'}