Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στοματουργός
στομαυλέω
στομαχέω
στομαχικεύομαι
στομαχικός
στομάχιον
στόμαχος
στόμβος
στομήρης
στομίας
στομίζομαι
στόμιον
στόμις
στομίς
στομοδόκος
στομοκοπέω
στομοποιέω
στομόω
στομφάζω
στόμφαξ
στομφασμός
View word page
στομίζομαι
στομίζομαι,
A). take with the mouth, Aq. Jb. 39.30 .


ShortDef

take with the mouth

Debugging

Headword:
στομίζομαι
Headword (normalized):
στομίζομαι
Headword (normalized/stripped):
στομιζομαι
IDX:
96996
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96997
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στομίζομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">take with the mouth</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Aq.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Jb.</span> 39.30 </span>.</div> </div><br><br>'}