Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στομάτιον
στοματοδιαστολεύς
στοματουργός
στομαυλέω
στομαχέω
στομαχικεύομαι
στομαχικός
στομάχιον
στόμαχος
στόμβος
στομήρης
στομίας
στομίζομαι
στόμιον
στόμις
στομίς
στομοδόκος
στομοκοπέω
στομοποιέω
στομόω
στομφάζω
View word page
στομήρης
στομήρης, ες,
A). v. στομώδης .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στομήρης
Headword (normalized):
στομήρης
Headword (normalized/stripped):
στομηρης
IDX:
96994
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96995
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στομήρης</span>, <span class="itype greek">ες</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">στομώδης</span> .</div> </div><br><br>'}