Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
στόμαργος
στοματεύω
στοματικός
στομάτιον
στοματοδιαστολεύς
στοματουργός
στομαυλέω
στομαχέω
στομαχικεύομαι
στομαχικός
στομάχιον
στόμαχος
στόμβος
στομήρης
στομίας
στομίζομαι
στόμιον
στόμις
στομίς
στομοδόκος
στομοκοπέω
View word page
στομάχιον
στομᾰ/χ-ιον
,
τό
, dub. sens., title of a work by Archimedes.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
στομάχιον
Headword (normalized):
στομάχιον
Headword (normalized/stripped):
στομαχιον
IDX:
96991
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96992
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στομᾰ/χ-ιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, dub. sens., title of a work by Archimedes.</div><br><br>'}