Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στομάλιμνον
στομαργία
στόμαργος
στοματεύω
στοματικός
στομάτιον
στοματοδιαστολεύς
στοματουργός
στομαυλέω
στομαχέω
στομαχικεύομαι
στομαχικός
στομάχιον
στόμαχος
στόμβος
στομήρης
στομίας
στομίζομαι
στόμιον
στόμις
στομίς
View word page
στομαχικεύομαι
στομᾰχ-ῐκεύομαι,
A). to be disordered in the stomach, Aët. 3.109 .


ShortDef

to be disordered in the stomach

Debugging

Headword:
στομαχικεύομαι
Headword (normalized):
στομαχικεύομαι
Headword (normalized/stripped):
στομαχικευομαι
IDX:
96989
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96990
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στομᾰχ-ῐκεύομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be disordered in the stomach</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0718.tlg003:109" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0718.tlg003:109/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Aët.</span> 3.109 </a>.</div> </div><br><br>'}