Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στομαλίμνη
στομάλιμνον
στομαργία
στόμαργος
στοματεύω
στοματικός
στομάτιον
στοματοδιαστολεύς
στοματουργός
στομαυλέω
στομαχέω
στομαχικεύομαι
στομαχικός
στομάχιον
στόμαχος
στόμβος
στομήρης
στομίας
στομίζομαι
στόμιον
στόμις
View word page
στομαχέω
στομᾰχ-έω ,= Lat.
A). stomachor, Dosith. p.432K.


ShortDef

stomachor

Debugging

Headword:
στομαχέω
Headword (normalized):
στομαχέω
Headword (normalized/stripped):
στομαχεω
IDX:
96988
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96989
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στομᾰχ-έω</span> ,= Lat. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">stomachor</span>, Dosith.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:p.432K" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:p.432K/canonical-url/"> p.432K. </a> </div> </div><br><br>'}