Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στομαλγέω
στομαλγία
στομαλίμνη
στομάλιμνον
στομαργία
στόμαργος
στοματεύω
στοματικός
στομάτιον
στοματοδιαστολεύς
στοματουργός
στομαυλέω
στομαχέω
στομαχικεύομαι
στομαχικός
στομάχιον
στόμαχος
στόμβος
στομήρης
στομίας
στομίζομαι
View word page
στοματουργός
στομᾰτουργός, όν,
A). word-making, γλῶσσα Ar. Ra. 826 .


ShortDef

word-making

Debugging

Headword:
στοματουργός
Headword (normalized):
στοματουργός
Headword (normalized/stripped):
στοματουργος
IDX:
96986
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96987
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στομᾰτουργός</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">word-making</span>, <span class="quote greek">γλῶσσα</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0019.tlg009.perseus-grc1:826" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0019.tlg009.perseus-grc1:826/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ar.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Ra.</span> 826 </a> .</div> </div><br><br>'}