Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στομακάκη
στομαλγέω
στομαλγία
στομαλίμνη
στομάλιμνον
στομαργία
στόμαργος
στοματεύω
στοματικός
στομάτιον
στοματοδιαστολεύς
στοματουργός
στομαυλέω
στομαχέω
στομαχικεύομαι
στομαχικός
στομάχιον
στόμαχος
στόμβος
στομήρης
στομίας
View word page
στοματοδιαστολεύς
στομᾰτοδιαστολεύς, έως, ,
A). surgical instrument used to keep the mouth open, Heliod. ap. Orib. 44.14.13 .


ShortDef

surgical instrument used to keep the mouth open

Debugging

Headword:
στοματοδιαστολεύς
Headword (normalized):
στοματοδιαστολεύς
Headword (normalized/stripped):
στοματοδιαστολευς
IDX:
96985
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96986
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στομᾰτοδιαστολεύς</span>, <span class="itype greek">έως</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">surgical instrument used to keep the mouth open</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Heliod.</span> </span> ap. <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0722.tlg001:44:14:13" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0722.tlg001:44:14:13/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Orib.</span> 44.14.13 </a>.</div> </div><br><br>'}