Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στόμα
στομακάκη
στομαλγέω
στομαλγία
στομαλίμνη
στομάλιμνον
στομαργία
στόμαργος
στοματεύω
στοματικός
στομάτιον
στοματοδιαστολεύς
στοματουργός
στομαυλέω
στομαχέω
στομαχικεύομαι
στομαχικός
στομάχιον
στόμαχος
στόμβος
στομήρης
View word page
στομάτιον
στομ-άτιον [ᾰ],, Dim. of στόμα, Sor. 1.108 , Gloss.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στομάτιον
Headword (normalized):
στομάτιον
Headword (normalized/stripped):
στοματιον
IDX:
96984
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96985
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στομ-άτιον</span> [<span class="foreign greek">ᾰ],</span>, Dim. of <span class="foreign greek">στόμα</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0565.tlg001:1:108" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0565.tlg001:1.108/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Sor.</span> 1.108 </a>, <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div><br><br>'}