Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στόλος
στολυξώδης
στόμα
στομακάκη
στομαλγέω
στομαλγία
στομαλίμνη
στομάλιμνον
στομαργία
στόμαργος
στοματεύω
στοματικός
στομάτιον
στοματοδιαστολεύς
στοματουργός
στομαυλέω
στομαχέω
στομαχικεύομαι
στομαχικός
στομάχιον
στόμαχος
View word page
στοματεύω
στομᾰτεύω,
A). gloss on λεσβιάζω , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στοματεύω
Headword (normalized):
στοματεύω
Headword (normalized/stripped):
στοματευω
IDX:
96982
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96983
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στομᾰτεύω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">λεσβιάζω</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}