Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στολοκρατές
στόλοκρος
στόλος
στολυξώδης
στόμα
στομακάκη
στομαλγέω
στομαλγία
στομαλίμνη
στομάλιμνον
στομαργία
στόμαργος
στοματεύω
στοματικός
στομάτιον
στοματοδιαστολεύς
στοματουργός
στομαυλέω
στομαχέω
στομαχικεύομαι
στομαχικός
View word page
στομαργία
στομαργ-ία, ,
A). endless talking, Ph. 2.219 .


ShortDef

endless talking

Debugging

Headword:
στομαργία
Headword (normalized):
στομαργία
Headword (normalized/stripped):
στομαργια
IDX:
96980
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96981
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στομαργ-ία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">endless talking</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0018.tlg001:2:219" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0018.tlg001:2.219/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ph.</span> 2.219 </a>.</div> </div><br><br>'}