Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στολοδρομέω
στολοκρατές
στόλοκρος
στόλος
στολυξώδης
στόμα
στομακάκη
στομαλγέω
στομαλγία
στομαλίμνη
στομάλιμνον
στομαργία
στόμαργος
στοματεύω
στοματικός
στομάτιον
στοματοδιαστολεύς
στοματουργός
στομαυλέω
στομαχέω
στομαχικεύομαι
View word page
στομάλιμνον
στομᾰ/-λιμνον, τό,= foreg., Theoc. 4.23 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στομάλιμνον
Headword (normalized):
στομάλιμνον
Headword (normalized/stripped):
στομαλιμνον
IDX:
96979
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96980
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στομᾰ/-λιμνον</span>, <span class="gen greek">τό</span>,= foreg., <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0005.tlg001.perseus-grc1:4:23" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0005.tlg001.perseus-grc1:4.23/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Theoc.</span> 4.23 </a>.</div><br><br>'}