Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στόλισμα
στολισμός
στολιστεία
στολιστήριον
στολιστής
στολμός
στολοδρομέω
στολοκρατές
στόλοκρος
στόλος
στολυξώδης
στόμα
στομακάκη
στομαλγέω
στομαλγία
στομαλίμνη
στομάλιμνον
στομαργία
στόμαργος
στοματεύω
στοματικός
View word page
στολυξώδης
στολυξώδης· μικρολόγος, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στολυξώδης
Headword (normalized):
στολυξώδης
Headword (normalized/stripped):
στολυξωδης
IDX:
96973
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96974
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στολυξώδης·</span> <span class="foreign greek">μικρολόγος</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}