στολμός
στολ-μός, ὁ,= στολή,
A). equipment, raiment, Supp. 1055 ; but mostly with a word added, πρόστερνοι ς. πέπλων Ch. 29 (lyr.); μέλανα ς. πέπλων Alc. 216 (lyr.), cf. 923 (anap.); στολμοὺς μελαμπέπλους ib. 818 ; also ς. τε χρωτὸς τῶνδε .. πέπλων over the body, Andr. 148 ; also of chaplets, στεφέων ἱεροὺς ς. Tr. 258 (lyr.), cf. HF 526 ; also of sails, στολμοί τε λαίφους Supp. 715 .