στολίζω
στολ-ίζω,(στολίς)
2). equip, dress, τινὰ πέπλοις Anacreont. 15.29 ; ἀγαλμάτιον ; 2.366f τοὺς θεούς Stud.Pal. 22.183.90 (ii A.D.):— Pass., ἐστολισμένος δορί armed with spear, Supp. 659 ; νῆες σημείοισιν ἐστ. IA 255 (lyr.); νυμφικῶς ἐστ. ; 3.7 ἐστ. τὴν βασιλικὴν στολήν Es. 8.15 : abs., ἐστ. in full dress, ib. 1 Es. 1.2 , al.
3). metaph., deck, adorn, τὰς φρένας τινί AP 9.214 ( ).
II). to be a στολιστής, IG 3.162.9 .