Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στολαγωγέω
στολαγωγός
στολάζομαι
στολάρχης
στόλαρχος
στολάς
στολή
στολίδιον
στολιδόομαι
στολιδώδης
στολίδωμα
στολιδωτός
στολίζω
στόλιον
στολίς
στόλισις
στόλισμα
στολισμός
στολιστεία
στολιστήριον
στολιστής
View word page
στολίδωμα
στολίδ-ωμα, ατος, τό,
A). fold, περισφίγγει -ώμασι πέπλος AP 5.103 (Marc. Arg.).


ShortDef

fold

Debugging

Headword:
στολίδωμα
Headword (normalized):
στολίδωμα
Headword (normalized/stripped):
στολιδωμα
IDX:
96957
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96958
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στολίδ-ωμα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">fold</span>, <span class="quote greek">περισφίγγει -ώμασι πέπλος</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AP</span> 5.103 </span> (Marc. Arg.).</div> </div><br><br>'}