Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στοῖχος
στοιχούντως
στοιχώδης
στολαγωγέω
στολαγωγός
στολάζομαι
στολάρχης
στόλαρχος
στολάς
στολή
στολίδιον
στολιδόομαι
στολιδώδης
στολίδωμα
στολιδωτός
στολίζω
στόλιον
στολίς
στόλισις
στόλισμα
στολισμός
View word page
στολίδιον
στολίδ-ιον [ῐδ],, Dim. of στολίς,
A). leather jerkin, Aen.Tact. 29.4 .


ShortDef

leather jerkin

Debugging

Headword:
στολίδιον
Headword (normalized):
στολίδιον
Headword (normalized/stripped):
στολιδιον
IDX:
96954
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96955
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στολίδ-ιον</span> [<span class="foreign greek">ῐδ],</span>, Dim. of <span class="foreign greek">στολίς</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">leather jerkin</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0058.tlg001.perseus-grc1:29:4" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0058.tlg001.perseus-grc1:29.4/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Aen.Tact.</span> 29.4 </a>.</div> </div><br><br>'}