Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στοιχικός
στοιχισμός
στοιχομυθέω
στοῖχος
στοιχούντως
στοιχώδης
στολαγωγέω
στολαγωγός
στολάζομαι
στολάρχης
στόλαρχος
στολάς
στολή
στολίδιον
στολιδόομαι
στολιδώδης
στολίδωμα
στολιδωτός
στολίζω
στόλιον
στολίς
View word page
στόλαρχος
στόλ-αρχος, ,= στολάρχης, Poll. 1.119 cod. B.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στόλαρχος
Headword (normalized):
στόλαρχος
Headword (normalized/stripped):
στολαρχος
IDX:
96951
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96952
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στόλ-αρχος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>,= <span class="foreign greek">στολάρχης</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:1:119" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:1.119/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Poll.</span> 1.119 </a> cod. <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">B.</span> </span> </div><br><br>'}