Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στοιχιαῖος
στοιχίζω
στοιχικός
στοιχισμός
στοιχομυθέω
στοῖχος
στοιχούντως
στοιχώδης
στολαγωγέω
στολαγωγός
στολάζομαι
στολάρχης
στόλαρχος
στολάς
στολή
στολίδιον
στολιδόομαι
στολιδώδης
στολίδωμα
στολιδωτός
στολίζω
View word page
στολάζομαι
στολ-άζομαι, Med.,
A). array oneself in, πάντες ἐστολάδαντο .. φάρεα BCH 50.529 (Marathon, ii A.D.).


ShortDef

array oneself in

Debugging

Headword:
στολάζομαι
Headword (normalized):
στολάζομαι
Headword (normalized/stripped):
στολαζομαι
IDX:
96949
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96950
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στολ-άζομαι</span>, Med., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">array oneself in</span>, <span class="quote greek">πάντες ἐστολάδαντο .. φάρεα</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">BCH</span> 50.529 </span> (Marathon, ii A.D.).</div> </div><br><br>'}