Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στοιχητής
στοιχιαῖος
στοιχίζω
στοιχικός
στοιχισμός
στοιχομυθέω
στοῖχος
στοιχούντως
στοιχώδης
στολαγωγέω
στολαγωγός
στολάζομαι
στολάρχης
στόλαρχος
στολάς
στολή
στολίδιον
στολιδόομαι
στολιδώδης
στολίδωμα
στολιδωτός
View word page
στολαγωγός
στολᾰγωγ-ός, ,= στολάρχης, Polem. Cyn. 35 codd.(στολαγοῦ Hinck).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στολαγωγός
Headword (normalized):
στολαγωγός
Headword (normalized/stripped):
στολαγωγος
IDX:
96948
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96949
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στολᾰγωγ-ός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>,= <span class="foreign greek">στολάρχης</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg1617.tlg001:35" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg1617.tlg001:35/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Polem.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Cyn.</span> 35 </a> codd.(<span class="foreign greek">στολαγοῦ</span> Hinck).</div><br><br>'}