Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στοιχητέον
στοιχητής
στοιχιαῖος
στοιχίζω
στοιχικός
στοιχισμός
στοιχομυθέω
στοῖχος
στοιχούντως
στοιχώδης
στολαγωγέω
στολαγωγός
στολάζομαι
στολάρχης
στόλαρχος
στολάς
στολή
στολίδιον
στολιδόομαι
στολιδώδης
στολίδωμα
View word page
στολαγωγέω
στολᾰγωγ-έω,
A). lead an expedition, οἱ τὴν ἀποικίαν -ήσαντες Dion. Byz. 8 .


ShortDef

lead an expedition

Debugging

Headword:
στολαγωγέω
Headword (normalized):
στολαγωγέω
Headword (normalized/stripped):
στολαγωγεω
IDX:
96947
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96948
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στολᾰγωγ-έω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">lead an expedition</span>, <span class="foreign greek">οἱ τὴν ἀποικίαν -ήσαντες</span> Dion. Byz.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0093.tlg001:8" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0093.tlg001:8/canonical-url/"> 8 </a>.</div> </div><br><br>'}